- σάλευμα
- σάλ-ευμα [ᾰ], ατος, τό,A oscillation, in pl., Artem.1.79 (in marg.);
σ. πολεμικὸν ἵππου D.Chr.63.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. πολεμικὸν ἵππου D.Chr.63.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάλευμα — oscillation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλευμα — το, ΝΑ, και σάλεμα Ν [σαλεύω] 1. μικρή μετακίνηση, μετατόπιση 2. απώλεια τής ισορροπίας ενός πράγματος από φυσικά ή τεχνητά αίτια, ταλάντευση, λίκνισμα νεοελλ. μτφ. απώλεια τού λογικού ειρμού τών σκέψεων, παραφροσύνη, τρέλα αρχ. ασταθής κίνηση,… … Dictionary of Greek
σάλεμα — το, Ν βλ. σάλευμα … Dictionary of Greek
σαλευομένως — Α επίρρ. 1. με αστάθεια, με σάλευμα 2. (κατ επέκτ.) με αμφιβολία, χωρίς βεβαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλευόμενος, μτχ. τού σαλεύομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek